expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

19.10.12

Βουδαπέστη, οι όχθες του Δούναβη και το κάστρο της Βούδας


Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία είχε μεγάλη επιρροή στα διεθνή ζητήματα, η Βουδαπέστη απολάμβανε στιγμές δόξας. Ο Γκούσταβ Μάλερ και ο νεαρός Μπέλα Μπάρτοκ παρουσίαζαν τα έργα τους στη μουσική ακαδημία και τα κτίρια σε ρυθμό Αρτ Νουβό ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια στις κατοικημένες περιοχές. Η πόλη φωτιζόταν τη νύχτα από σύστημα ηλεκτρικού φωτισμού και το 1896 ξεκίνησε το πρώτο σύστημα υπόγειου σιδηρόδρομου στην ηπειρωτική Ευρώπη. Το γεγονός συνέπεσε με τη χιλιοστή επέτειο του ουγγρικού κράτους, αλλά η ιστορία της πόλης είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα.
Ο πρώτος καταυλισμός στους λόφους Γκέλερτ με το όνομα Ακ Ινκ, που σημαίνει "βράχος πλούσιος σε νερό", κατασκευάστηκε από τους Κέλτες τον πρώτο αιώνα π.Χ. Στην αρχή της χριστιανικής εποχής έγινε πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Κάτω Πανονίας με την ονομασία Ακουίνκουμ, σύντομα όμως εισέβαλαν σε αυτή οι Ούννοι. Όταν διαμελίστηκε η αυτοκρατορία των Ούννων, ήλθε η σειρά των Γεπιδών, των Λομβαρδώνν, των Αβάρων και άλλων λαών από την κεντρική Ασία. Οι Μαγυάροι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά περί τον 9ο αιώνα και εγκατέστησαν την πρωτεύουσά τους στο Έστεργκομ. Αργότερα, κατά τον 13ο αιώνα, τη μετ'εφεραν στην Ομπούντα (το ρωμαϊκό Ακουίνκουμ) κοντά στην Πέστη, μια εμπορική πόλη που την κατοικούσαν γερμανικοί και ουγγρικοί λαοί.
Στα μέσα του 13ου αιώνα, μετά την εισβολή των Τατάρων, ο βασιλιάς Μπέλα Δ΄ ξεκίνησε την κατασκευή ενός βασιλικού ανακτόρου και οχυρωματικών έργων και τειχών σε ένα επίπεδο που βρισκόταν περίπου 60 μέτρα πάνω από τη δεξιά όχθη του Δούναβη. Μπορούσαν να υπερασπιστούν ευκολότερα αυτή την πλευρά του ποταμού από την Πέστη, η οποία βρισκόταν σε πεδιάδα. Η Βούδα, που αναπτύχθηκε γύρω από το οχυρό του λόφου, ήταν η τρίτη πόλη που ιδρύθηκε σε αυτή την περιοχή και αναπτύχθηκε ταχύτατα. Εκεί εγκαταστάθηκε το δεύτερο πανεπιστήμιο της χώρας το 1395 και το 1473 τυπώθηκε το πρώτο ουγγρικό βιβλίο, το "Μπουντάι Κρόνικα" (Τα χρονικά της Βούδας).
Η Βούδα, που εξελίχθηκε σε πολιτική, οικονομική και πολιτιστική πρωτεύουσα, απήλαυσε τη μεγαλύτερη λαμπρότητά της στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα, όταν την επισκέπτονταν ταξιδιώτες από ολόκληρη την Ευρώπη. Στις αρχές του 16ου αιώνα οι επάλξεις της πόλης ενισχύθηκαν, δεν μπόρεσαν όμως να αντισταθούν στους Τούρκους που κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη με πανουργία. Η οθωμανική κατοχή σηματοδότησε μια μακρά περίοδο παρακμής και τελείωσε το 1686 μετά από μακρά πολιορκία. Η Βούδα, που είχε χάσει σχεδόν όλους τους κατοίκους της εξ αιτίας των εχθροπραξιών, υποβαθμίστηκε σε ρόλο μικρής επαρχιακής πόλεως στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.
Η εμφάνιση της Βούδας, σήμερα, μετά από τις σημαντικές καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, έχει μια ποικιλία ρυθμών. Οι δρόμοι της - στους οποίους κυριαρχεί το φρούριο και η κατοικημένη περιοχή και προς νότο το βασιλικό ανάκτορο - περιστοιχίζονται με κτίρια γοτθικού, αναγεννησιακού και μπαρόκ ρυθμού. Η τουρκική κατοχή είναι επίσης αποτυπωμένη σε κτίρια, όπως τα δημόσια λουτρά Κίραλι, που κατασκευάστηκαν μεταξύ 1566 και 1570 και αργότερα επεκτάθηκαν με νεοκλασικές πτέρυγες. 
Το πιο ενδιαφέρον κτίριο της πόλης είναι ο ναός της Ευλογημένης Παναγίας, γνωστός επίσης και σαν ναός του Ματίας, επειδή εκεί φυλάσσεται η πανοπλία του Ματίας Κορβίνο που βασίλεψε από το 1458 μέχρι το 1490. Η ιστορία αυτού του ναού είναι ιστορία πόνου και δυστυχίας όπως της πόλης: το πρώτο θρησκευτικό κτίσμα υψώθηκε σε αυτή την τοποθεσία τον 13ο αιώνα, όμως αντικαταστάθηκε σύντομα από έναν καθεδρικό ναό που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στη διάρκεια της οθωμανικής εποχής το κτίριο μετατράπηκε σε τζαμί και κατά την πολιορκία του 1686 κατέρρευσαν ο πύργος και η οροφή. Η ανακατασκευή περιελάμβανε στοιχεία μπαρόκ, όμως τον 19ο αιώνα το γοτθικό κτίριο ανακατασκευάστηκε μετά από ανασκαφές των ερειπίων του μεσαιωνικού ναού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν το νεογοτθικό κωδωνοστάσιο και η νότια θύρα. Η τελευταία έχει τοιχογραφηθεί με τη σκηνή του "Θανάτου της Παρθένου" και το εσωτερικό αναζωογονήθηκε με εργασίες σε γυψομάρμαρο και πίνακες με διακοσμητικά θέματα.
Πίσω από τον ναό βρίσκεται ο Προμαχώνας των Ψαράδων, σε ρυθμό κατά κάποιο τρόπο μεταξύ νεογοτθικού και νεορωμανικού, από όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει ολόκληρη την πόλη. Η ονομασία του έχει ληφθεί από την περιοχή στην οποία κατοικούσαν οι ψαράδες και από το γεγονός ότι εκεί υπήρχε μια ψαραγορά κατά την αρχαία εποχή, επειδή τα ήρεμα νερά του Δούναβη που χωρίζουν τα δύο μισά της ουγγρικής πρωτεύουσας κυλούσαν εκεί κοντά.
Πολύ γρήγορα η ισχυρογνωμοσύνη του αριστοκράτη Ιτσβάν Σέτσενι αποδείχθηκε χρήσιμη: επειδή αποκλείστηκε στην ανατολική όχθη κατά τη χρονική στιγμή που γινόταν η κηδεία του πατέρα του στη δυτική όχθη, δεν έχασε καιρό και κατάφερε να στήσει μια γέφυρα στο ποτάμι. Χάρη σε αυτόν, το 1848, ολοκληρώθηκε η Σέτσενι Λάντσιντ, μια μεγαλοπρεπής γέφυρα με αλυσίδες και για πρώτη φορά ενώθηκαν οι δύο όχθες του μεγάλου ποταμού.



 'UNESCO